κλωστῆρας

κλωστῆρας
κλωστήρ
spindle
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλωστήρας — ο (AM κλωστήρ) [κλώθω] μεγάλος κλώστης, μεγάλο αδράχτι αρχ. 1. κλωστή ή νηματόδεμα («ἄτρακτον εἱλίσσουσα χεροῑν, κλωστῆρα ποιοῡσα», Αριστοφ.) 2. μτφ. το νήμα τής τύχης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”